- τραγακάνθινο
- -η, -ο, Ν1. αυτός που προέρχεται ή εξάγεται από το φυτό τραγάκανθα2. φρ. «τραγακάνθινο κόμμι»χημ. κόμμι που παράγεται από ορισμένους θάμνους τού γένους αστράγαλος και κυρίως από το είδος Αstragalus gummifer και χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική ως μαλακτικό και ως συνδετικό υλικό κατά την παραγωγή τών δισκίων, στη βιομηχανία τροφίμων ως γαλακτωματοποιητής και στη μαγειρική σε διάφορες σάλτσες τις οποίες καθιστά πυκνότερες.[ΕΤΥΜΟΛ. < τραγάκανθα + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος). Η λ., στον λόγιο τ. τού ουδ. τραγακάνθινον (κόμμι), μαρτυρείται από το 1888 στον κανονισμό Ολυμπίων].
Dictionary of Greek. 2013.